επονειδιστος

επονειδιστος
    ἐπονείδιστος
    ἐπ-ονείδιστος
    2
    постыдный, позорный
    

(ἐπονείδιστόν τι λέγειν Eur.; ἀμαθία Plat.; εἰρήνη Isocr.; ἡδονή Arst.; αἰσχρὸς καὴ ἐ. Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "επονειδιστος" в других словарях:

  • ἐπονείδιστος — to be reproached masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επονείδιστος — η, ο (AM ἐπονείδιστος, ον) άξιος να επισύρει ονειδισμό, αξιοκατάκριτος, ατιμωτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. επί + *ονειδιστός (< ονειδίζω) …   Dictionary of Greek

  • επονείδιστος — η, ο επίρρ. α αξιοκατάκριτος, αισχρός, αξιοκαταφρόνητος, εξευτελιστικός: Επονείδιστη ειρήνη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπονειδιστότερον — ἐπονείδιστος to be reproached adverbial comp ἐπονείδιστος to be reproached masc acc comp sg ἐπονείδιστος to be reproached neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπονειδιστότατα — ἐπονείδιστος to be reproached adverbial superl ἐπονείδιστος to be reproached neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπονειδίστως — ἐπονείδιστος to be reproached adverbial ἐπονείδιστος to be reproached masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπονείδιστον — ἐπονείδιστος to be reproached masc/fem acc sg ἐπονείδιστος to be reproached neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπονειδιστοτάτη — ἐπονείδιστος to be reproached fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπονειδιστοτάτην — ἐπονείδιστος to be reproached fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπονειδιστότατος — ἐπονείδιστος to be reproached masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπονειδίστοις — ἐπονείδιστος to be reproached masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»